- ἐκνοτίζω
- ἐκνοτίζω,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εκνοτίζω — ἐκνοτίζω (Α) στάζω … Dictionary of Greek
χνότο — και παλ. τ. χνώτο, το, Ν 1. η απόπνοια τού στόματος («γιατί τα χνώτα μου βρωμούν σαν τής ταφής το χώμα», Γρυπ.) 2. φρ. «δεν ταιριάζουν τα χνότα μας» έχουμε διαφορετικές αντιλήψεις ή συνήθειες. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., κατά μία άποψη, έχει προέλθει από τη λ … Dictionary of Greek